κλώσματος

κλώσματος
κλῶσμα
clue
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”